- ὀκνῶ
- ὀκνέωshrink frompres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀκνέωshrink frompres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκνώ — (Α ὀκνῶ, έω και επικ. τ. ὀκνείω) διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι νεοελλ. 1. αμελώ να κάνω κάτι 2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης αρχ. 1. είμαι αναποφάσιστος 2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός 3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ… … Dictionary of Greek
ὄκνῳ — ὄκνος shrinking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκνωι — ὄκνῳ , ὄκνος shrinking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκνώ — ἀποκνῶ ( έω) (Α) [οκνώ] 1. αποφεύγω κάτι από φόβο, αναβάλλω από δειλία 2. διστάζω να κάνω κάτι, οπισθοχωρώ … Dictionary of Greek
διοκνώ — διοκνῶ ( έω) (Α) [οκνώ] φοβάμαι πάρα πολύ … Dictionary of Greek
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
καθοκνώ — καθοκνῶ, έω (Μ) διστάζω, έχω ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀκνῶ, με αναλογική δάσυνση (πρβλ. μεθαύριον αντί *μεταύριον, από αναλογία προς το μεθ ἡμέραν)] … Dictionary of Greek
κατοκνώ — (ΑΜ κατοκνῶ, έω) δειλιάζω, διστάζω να κάνω κάτι από ατολμία ή από φόβο («μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι πρὸς τοὺς διδάσκειν τι χρήσιμον ἐπαγγελομένους», Ισοκρ.) μσν. (για διήγηση) εξελίσσομαι αργά, τραβώ σε μάκρος αρχ. είμαι νωθρός, αδρανώ… … Dictionary of Greek
μεταμελλησμός — μεταμελλησμός, ὁ (Α) γλωσσ. μέλλησις, όκνος, βραδύτητα, δισταγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μελλησμός «καθυστέρηση» (< μέλλω «διστάζω, οκνώ»)] … Dictionary of Greek
οκνείω — ὀκνείω (Α) (επικ. τ.) βλ. οκνώ … Dictionary of Greek